εξαϋλώνομαι

εξαϋλώνομαι
εξαϋλώνομαι, εξαϋλώθηκα, εξαϋλωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απαιθερούμαι — ἀπαιθεροῡμαι ( όομαι) (Α) γίνομαι αιθέριος, εξαϋλώνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”